- ἡσυχαστικός
- ἡσυχαστικόςsoothingmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ησυχαστικός — ή, ό (Μ ἡσυχαστικός, ή, όν) [ησυχαστής] νεοελλ. 1. αυτός που χρησιμεύει ή συντελεί στην καθησύχαση, καταπραϋντικός, καθησυχαστικός, ανακουφιστικός («ησυχαστικές ειδήσεις») 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους μοναχούς ή στους ησυχαστές και στα… … Dictionary of Greek
ησυχαστικός — ή, ό αυτός που καθησυχάζει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἡσυχαστικά — ἡσυχαστικός soothing neut nom/voc/acc pl ἡσυχαστικά̱ , ἡσυχαστικός soothing fem nom/voc/acc dual ἡσυχαστικά̱ , ἡσυχαστικός soothing fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡσυχαστικωτέρων — ἡσυχαστικός soothing fem gen comp pl ἡσυχαστικός soothing masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡσυχαστικόν — ἡσυχαστικός soothing masc acc sg ἡσυχαστικός soothing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡσυχαστικοί — ἡσυχαστικός soothing masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡσυχαστικοῦ — ἡσυχαστικός soothing masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡσυχαστικῷ — ἡσυχαστικός soothing masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡσυχαστικωτέρας — ἡσυχαστικωτέρᾱς , ἡσυχαστικός soothing fem acc comp pl ἡσυχαστικωτέρᾱς , ἡσυχαστικός soothing fem gen comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ВАСИЛИЙ ВЕЛИКИЙ — [греч. Βασίλειος ὁ Μέγας] (329/30, г. Кесария Каппадокийская (совр. Кайсери, Турция) или г. Неокесария Понтийская (совр. Никсар, Турция) 1.01.379, г. Кесария Каппадокийская), свт. (пам. 1 янв., 30 янв. в Соборе 3 вселенских учителей и святителей; … Православная энциклопедия